κολάπτης

κολάπτης
ο
ζωολ. γένος δρυοκολαπτόμορφων πτηνών τής οικογένειας picidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colapte < κολάπτω «χτυπώ, σκαλίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρδιοκολάπτης — καρδιοκολάπτης, ὁ (Μ) αυτός που τσιμπά την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κολάπτης (< κολάπτω «τσιμπώ, πελεκώ»), πρβλ. δρυ κολάπτης, κρανο κολάπτης] …   Dictionary of Greek

  • κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… …   Dictionary of Greek

  • κρανοκολάπτης — κρανοκολάπτης, ὁ (Α) είδος δηλητηριώδους αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κρᾶνον (βλ. λ. κρανίο) + κολάπτης < κολάπτω «σκαλίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”